συμπεραίνει

συμπεραίνει
συμπεραίνω
accomplish jointly
pres ind mp 2nd sg
συμπεραίνω
accomplish jointly
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… …   Dictionary of Greek

  • ευθυβολογνώμων — εὐθυβολογνώμων, ον (Μ) αυτός που κρίνει και συμπεραίνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυβόλος + γνώμων < γνώμη (πρβλ. α γνώμων, ευ γνώμων)] …   Dictionary of Greek

  • ευτέκμαρτος — εὐτέκμαρτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα συμπεραίνει ή υποθέτει κάποιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «καλῶς τυπούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεκμαρτός (< τεκμαίρομαι «προσδιορίζω, συμπεραίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • καταστοχαστής — καταστοχαστής, ὁ (Α) [καταστοχάζω] αυτός που εικάζει, που συμπεραίνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • προηγούμαι — προηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [ἡγοῡμαι] 1. βαδίζω πριν από άλλον ή άλλους και δείχνω τον δρόμο, προπορεύομαι και οδηγώ κάποιον 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) προηγούμενος, η, ο(ν) πρότερος, προγενέστερος («τον προηγούμενο μήνα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

  • συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …   Dictionary of Greek

  • συμπεραίνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπεραίνω Α (στην αρχ. μόνον το μέσ. συμπεραίνομαι) καταλήγω σε συμπέρασμα μετά από έλεγχο δεδομένων, συνάγω λογικό συμπέρασμα (α. «από όσα άκουσα, συμπεραίνω ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση» β. «τὴν ἑτέραν λαβόντα πρότασιν,… …   Dictionary of Greek

  • Άθρυς — Ποταμός της βόρειας Θράκης. Τον αναφέρουν ο Ηρόδοτος και ο Πλίνιος. Ο πρώτος λέει πως πηγάζει από τον Αίμο και, διασχίζοντας τη χώρα των Κροβύζων Θρακών, εκβάλλει στον Δούναβη (Ίστρος). Ο Πλίνιος τον περιγράφει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”